Επιστημονικός Υπεύθυνος: Χρήστος Λούκος, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Ερευνητική ομάδα: Οι φοιτητές του μεταπτυχιακού προγράμματος "Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία" του Τομέα Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης: Νικόλαος Αργυρόπουλος (1994-1996), Αργυρώ Βατσάκη (1996-1999), Σάββας Χαραλάμπους (2000-2004), Βασιλική Λαφιατόγλου (2003), Αντώνης Στρατάκης (2005), Ρένια Γιορδαμπλή (2005), Μαρία Μπατσιούλα (2005), Μαριάννα Σφακιανάκη (2006- 2007), Σπύρος Δημανόπουλος (2003-2008), Απόστολος Τόντι (2008-2011), Κατιλένα Σταθάκου (υποψήφια διδάκτορας)
Συνεργαζόμενοι ερευνητές: Olivier Zeller (καθηγητής Ιστορίας των πόλεων, Πανεπιστήμιο Lyon II), Αγγελική Ψιλοπούλου (προϊσταμένη των Γ.Α.Κ., Αρχεία Νομού Κυκλάδων), Τάινα Χιέταλα (ταξινόμος Γ.Α.Κ., Αρχεία Νομού Κυκλάδων), Δημήτρης Δημητρόπουλος (ερευνητής στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών), † Εύη Ολυμπίτου (επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου), Γιάννης Γιαννιτσιώτης (λέκτορας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας- Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου), Μαρία Δαμηλάκου (λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου)
Άλλοι συνεργάτες του προγράμματος: † Γιάννης Αλεξάνδρου και Φοίβος Βιλανάκης, προγραμματιστές ΗΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ [1]
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, εγώ μαζί με άλλους συναδέλφους, νέοι τότε, εντοπίσαμε και ταξινομήσαμε, στη δεκαετία που ακολούθησε, το αρχείο του Δήμου της Ερμούπολης. Αφετηρία του αποτέλεσε το αρχειακό υλικό που εντοπίστηκε στην Ερμούπολη και ταξινομήθηκε από την Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού. Στην αρχή ήταν το πλούσιο σε έγγραφα και κατάστιχα δημοτικό αρχείο, που αποτέλεσε και τη βάση του Ιστορικού Αρχείου. Έπειτα προστέθηκαν, με την ηρωική πράγματι προσπάθεια των λίγων υπαλλήλων του Ιστορικού Αρχείου, κι άλλα έγγραφα και κατάστιχα που ανήκαν στη Νομαρχία Κυκλάδων, στο Νοσοκομείο, στους παλαιούς συμβολαιογράφους, στην υπηρεσία Υγείας-Πρόνοιας, στο Πτωχοκομείο, στη Δημοτική Μουσική, σ’ όλα τα δημοτικά σχολεία, στο Γυμνάσιο, στα εργοστάσια, στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο, στα Δικαστήρια, ιδιωτικά αρχεία, κλπ. Ένας όγκος υλικού που φτάνει πλέον τα εκατομύρια εγγράφων και τις χιλιάδες των καταστίχων.
Είναι προφανές ότι με τις προσκτήσεις αυτές διευρύνθηκε πολύ περισσότερο το ερωτηματολόγιο που ως ιστορικοί, ως κοινωνικοί επιστήμονες, μπορούσαμε να απευθύνουμε στις πηγές μας για να κατανοήσουμε την υπό εξέταση κοινωνία, την Ερμούπολη εν προκειμένω. Συγχρόνως, όμως, αισθανθήκαμε ότι μας πνίγει το υλικό και ότι, παράλληλα με την αναζήτηση και άλλων τεκμηρίων και την καταγραφή και ταξινόμηση των αποκτηθέντων, χρειαζόταν και κάτι άλλο που θα έφερνε πιό κοντά τον ερευνητή αντί να τον απωθεί. Τότε προέκυψε η ανάγκη να δημιουργηθούν, για την Ερμούπολη κατ’ αρχήν, βάσεις δεδομένων όπου θα καταχωρίζονταν στοιχεία κυρίως από ιστορικές πηγές που αποτελούσαν σειρά, δηλαδή τα δημοτολόγια, τις απογραφές πληθυσμού, τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου, τα συμβολαιογραφικά και δικαστικά αρχεία, οι ληξιαρχικές πράξεις, τα βιβλία ασθενών του Νοσοκομείου, τα αρχεία εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, κλπ.
Οι βάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπόδειγμα για να σχεδιαστούν αντίστοιχες για άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, ωστε να είναι δυνατές πολλαπλές συγκρίσεις των εξεταζόμενων φαινομένων. Μας ενδιέφερε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να μπορούμε να απαντήσουμε σε απλές ή σύνθετες αναζητήσεις του κάθε ενδιαφερομένου. Για παράδειγμα, να μπορεί κάποιος να αναζητήσει τους προγόνους του ή να μπορεί να συγκεντρώσει ποικίλα στοιχεία για ένα άτομο – πότε γεννήθηκε, παντρεύτηκε, πέθανε, αν συνέταξε διαθήκη, αν ήταν μέλος φιλανθρωπικών ιδυμάτων, ποιές συμβολαιογραφικές πράξεις συνήψε, αν μετείχε στο δημοτικό συμβούλιο, αν νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο, κλπ. Και πιο σύνθετες ερωτήσεις: ποιά η γεωγραφική προέλευση των Ερμουπολιτών, ποιά τα επαγγέλματά τους στη διαδρομή του χρόνου, ποιά η δομή της οικογένειας, ποιά η εγκατάσταση των ανθρώπων στο χώρο. Και ακόμη, ποιοί κατέφυγαν στο Νοσοκμείο και από ποιές ασθένειες έπασχαν, ποιά η θνησιμότητα των κατοίκων ανάλογα με το επάγγελμα και τον τόπο κατοικίας, ποιοί οι τρόφιμοι του Πτωχοκομείου, ποιά η επίδοση των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σε ποιό βαθμό αυτή επηρεάζεται από το επάγγελμα του αρχηγού της οικογένειας, κλπ.
Με τις σκέψεια αυτές, και πολλές άλλες φυσικά, απευθύνθηκα στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών στο Ρέθυμνο –το μόνο Ινστιτούτο του ΙΤΕ που θεραπεύει τις ανθρωπιστικές επιστήμες-- και ζήτησα να περιλάβει στις δραστηριότητές του και το πρόγραμμα «Η πόλη στους νεότερους χρόνους», όπου θα επιχειρείτο η εφαρμογή των παραπάνω σκέψεων. Το πρόγραμμα έγινε δεκτό και με ένα πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, τη στενή συνεργασία με τις συναδέλφους που εργάζονται στο Ιστορικό Αρχείο της Ερμούπολης, με μεταπτυχιακούς φοιτητές και λίγους εξωτερικούς συνεργάτες τολμήσαμε το εγχείρημα. Θα αναλύσω τα ως τώρα αποτελέσματα και θα επιχειρήσω να δικαιολογήσω γιατί συνιστούν μια πρόταση για συνολικότερη προσέγγιση του αστικού φαινομένου.
Όσον αφορά στην Ερμούπολη, έχουν μηχανογραφηθεί έντεκα πηγές: το δημοτολόγιο, τρεις απογραφές, εκλογικοί κατάλογοι, γάμοι και θάνατοι, ένας συμβολαιογράφος, τεκμήρια για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, κλπ. (βλ. τον κατάλογό τους στο τέλος). Οι πηγές αυτές από τώρα θα είναι διαθέσιμες και στο διαδίκτυο.Το εύλογο ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι με ποιά κριτήρια επιλέχθηκε η μηχανογράφηση π.χ. του εκλογικού καταλόγου των Ερμοπολιτών του 1889 και όχι άλλου έτους. Η απάντηση είναι ότι αυτόν μπορέσαμε να εντοπίσουμε και να φωτοτυπήσουμε ή φωτογραφήσουμε. Σε άλλες περιπτώσεις δόθηκε προτεραιότητα σε κάποια άλλη βάση γιατί το περιεχόμενό της κάλυπτε αμεσότερα τα επιστημονικά ενδιαφέροντα κάποιου από τους εμπλεκομένους στο πρόγραμμα, ερευνητή ή ακόμα και φοιτητή στο πλαίσιο ενός μεταπτυχιακού σεμιναρίου. Σε άλλο επίπεδο εκμεταλλευτήκαμε τις γνώσεις που απέκτησε ένας άλλος ερευνητής κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής, για να εξασφαλίσουμε, με τις δικές μας προδιαγραφές, βάσεις δεδομένων.
Παραμένει, ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα: Σε ποιό βαθμό όλη αυτή η προσπάθεια μπορεί να δικαιολογήσει τον επιδιωκόμενο στόχο για μια συνολική προσέγγιση του αστικού φαινομένου.
Κατ’ αρχήν όταν λέγω συνολική προσέγγιση, δεν εννοώ ότι κάποτε θα έχουμε στον υπολογιστή όλες τις πληροφορίες για την Ερμούπολη ή άλλη πόλη και απλώς ο χρήστης μηχανικά θα αντλεί και θα παραθέτει στοιχεία για ο,τιδήποτε χρειάζεται. Όλοι γνωρίζουμε ότι χωρίς κάποιο πρόβλημα στο κεφάλι μας, χωρίς θεωρία και ερωτήματα, δεν γίνεται τίποτα το ουσιαστικό. Αυτό που θέλω είναι να διευκολυνθούν ή να ενθαρρυνθούν μελέτες για την πόλη που δεν θα προσκρούουν στην αδυναμία επεξεργασίας πολλαπλών δεδομένων, τα οποία, αντίθετα, με την εύκολη, ηλεκτρονική, χρήση τους μπορούν να ωθήσουν τον ερευνητή να διευρύνει το ερωτηματολόγιό του και τελικά να τον αναγκάσουν να εντάξει το θέμα του στο γενικότερο πλαίσιο που είναι η πόλη.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: την οργάνωση του χώρου. Ας υποθέσουμε ότι ένας ερευνητής ήθελε να μελετήσει την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως στην Ερμούπολη το 19ο αιώνα. Θα ενημερωνόταν βιβλιογραφικά (προσέχοντας ιδιαίτερα τις εργασίες των Ιωάννη Τραυλού – Αγγελικής Κόκκου, Ανδρέα Δρακάκη, Αγγελικής Φενερλή και Χριστίνας Αγριαντώνη [2]), θα αναζητούσε τυχόν πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά σχέδια, θα εντόπιζε τη σχετική νομοθεσία, θα μελετούσε τους φακέλους του Δημοτικού Αρχείου της Ερμούπολης κυρίως στις ενότητες «σχέδιο πόλεως» και «δημοτικά έργα», και ό,τι άλλο οι γνώσεις του και η ευαισθησία του θα του υπαγόρευαν.
Τί θα μπορούσε τώρα να προσφέρει το πρόγραμμα ώστε να κερδίσει ο ερευνητής μας χρόνο και ενδεχομένως να διευρύνει τη μελέτη του. Από τις απογραφές που έχουν γίνει σπίτι προς σπίτι, και παρά κάποια αρχειακά κενά, θα μπορούσε να δει πώς είναι κατανεμημένοι οι άνθρωποι στο χώρο κατά νοικοκυριά, επαγγέλματα, καταγωγή, να διαπιστώσει αν μένουν στο ιδιο κτίσμα ένα ή περισσότερα νοικοκυριά και να υποθέσει αν πρόκειται για μονοκατοικίες ή πολυώροφες οικοδομές, να εντοπίσει καλύτερα τα όρια των συνοικιών ή άλλων διοικητικών διαιρέσεων του χώρου. Και αν θα ήθελε η έρευνα να πάει πολύ πίσω, στην περίοδο της δημιουργίας της Ερμούπολης και των πρώτων χρόνων της ύπαρξής της, η ασαφής και ρευστή μορφή του συνοικισμού θα μπορούσε κάπως να σκιαγραφηθεί με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα συμβόλαια τω πρώτων νοταρίων της πολης, όπου πειγράφονται τα όρια των κτισμάτων και οι τοποθεσίες που αυτά βρίσκονται. [3]
Η περιπλάνηση στα νοταριακά-συμβολαιογραφικά έγγραφα δεν είναι εύκολη χωρίς τα αναλυτικά τους ευρετήρια, τη γενναιότερη μηχανογράφηση των οποίων θα ήθελε το πρόγραμμα να εξασφαλίσει. Και από τα ευρετήρια αυτά, που σημειωτέον δεν περιλαμβάνουν μόνον ονόματα αλλά και περίληψη της συναπτόμενης συμβολαιογραφικής πράξης, μπορούν, στην περίπτωσή μας, να αναζητηθούν ποικίλες πληροφορίες, όπως βάσει ποίων όρων ανέλαβαν ζωγράφοι την κατασκευή οροφογραφιών στα νεοκλασικά σπίτια ή εργολάβοι την ανέγερση κάποιων οικοδομημάτων. Το εγχείρημα ήταν τεράστιο και το πρόγραμμα δεν μπόρεσε παρά να δώσει ένα μικρό δείγμα του πλούτου που περιέχονται στα ευρετήρια των συμβολαιογράφων της Ερμούπολης, ευελπιστώντας ότι το δείγμα αυτό θα αποτελέσει υπόδειγμα και κίνητρο για ένα μεγαλύτερο ερευνητικό πρόγραμμα.
Πιο εύκολα μπορεί πλέον να πληροφορηθεί κανείς αν και ποιοί δήλωσαν το επάγγελμα μηχανικός ή αρχιτέκτονας κατά την εγγραφή τους στο Δημοτολόγιο της Ερμούπολης. Επίσης, με την απλή πληκτρολόγηση της λέξης προκυμαία, θέατρο, πλατεία Μιαούλη ή οδός Ομήρου θα μπορούσε να έχει εμπρός του τις περιλήψεις εκείνων των πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου της Ερμούπολης στις οποίες συζητήθηκαν τα αντίστοιχα θέματα. Και ακόμη περισσότερο, που το θεωρώ όμως σημαντικό, με την εύκολη πρόσβαση σε πηγές που αποτελούν σειρά, όπου μπορεί να ανιχνεύσει κανείς τα φαινόμενα στη διάρκειά τους, είναι αναμενόμενο, ζητούμενο θα έλεγα από τον ερευνητή να μην περιχαρακωθεί στο αντικείμενό του σχολαστικά, αλλά να προσπαθήσει να το εντάξει στον κοινωνικό σχηματισμό όπου αυτό εγγράφεται. Έτσι, δεν μπορείς να μιλάς για την πολεοδομία της Ερμούπολης χωρίς να γνωρίζεις, τουλάχιστον στα βασικά περιγράμματα, τους ανθρώπους που κατοικούν την πόλη, τις ανάγκες και τα προβλήματά τους.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι εκείνο που νομίζω ότι το πρόγραμμα προσφέρει, ο ερευνητής, εστω και με περισσότερο κόπο, θα το βρει ψάχνοντας μεθοδικά τις υπάρχουσες πηγές. Θα μπορούσε να ερευνήσει όλα τα ευρετήρια των συμβολαιογράφων, ή να διαβάσει όλα τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, ή να διατρέξει το Δημοτολόγιο για να εντοπίσει τους μηχανικούς και τους αρχιτέκτονες, ή να αποδελτιώσει όλες τις απογραφικές καταγραφές για να εντοπίσει τον κατά γεωγραφική προέλευση και κατά επαγγέλματα καταμερισμό των ανθρώπων στο χώρο, κλπ. Θεωρητικά θα μπορούσε, και κάποιοι ασφαλώς το έκαναν και θα το κάνουν. Το πρόβλημα δεν είναι μόνον να διευκολύνουμε τον ερευνητή, το πρόβλημα κυρίως είναι ότι του δίνουμε τη δυνατότητα να κάνει καλύτερα τη δουλεά του με το να αξιολογεί εκ νέου τις πηγές του. Με τις δυνατότητες πληροφόρησης και συνδυασμών που του εξασφαλίζουμε, μπορεί να αξιοποιήσει στο μέγιστο τις υποθέσεις του, αρκεί φυσικά να έχει υποθέσεις που να έχουν προοπτική.
Δεν θα πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα. Θα ήθελα μόνο να τονίσω ότι το παράδειγμα της Ερμούπολης θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε άλλη πόλη ή οικισμό που διασώζει όλες ή κάποιες από τις βασικές αρχειακές του πηγές. Αν έχουμε το δημοτολόγιο, τις ληξιαρχικές πράξεις, τα πρακτικά του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, τον ή τους συμβολαιογράφους, μπορούμε να ξεκινήσουμε με ασφάλεια. Τα άλλα θα ακολουθήσουν. Εδώ, παράλληλα με την Ερμούπολη, που αποτέλεσε το παράδειγμα, δόθηκε ένα δείγμα μηχανογραφημένου υλικού για τον Πειραιά, την Κέρκυρα, το Ρέθυμνο, το Ναύπλιο, την Κέα, την Αμοργό. Θέλω να πιστεύω ότι το δείγμα αυτό θα επιτρέψει, πλην των άλλων, κάποιες συγκρίσεις φαινομένων που αφορούν σε περισσότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Κάτι που είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω κι εγώ αναζητώντας τους τυπογράφους το 19ο και 20ό αιώνα.
Δεν μπορώ εδώ να μην αναφερθώ στη θετική ανταπόκριση που είχαμε από τους δήμους της Ερμούπολης, της Κέας και της Αμοργού για την κάλυψη των βασικών εξόδων μηχανογράφησης βασικών τεκμηρίων που εντοπίστηκαν κατά την ταξινόμηση των δημοτικών τους αρχείων. [4] Δεν μπορώ, αντίθετα, να μην αναφερθώ στην παγερή αδιαφορία όλων των ως τώρα δημοτικών αρχόντων της Αθήνας για τη διάσωση και ιστορική αξιοποίηση των αρχείων της πρωτεύουσας. Είναι ανήκουστο, αλλά ο Δήμος της Αθήνας δεν έχει οργανωμένο ιστορικό αρχείο.
Αν ιδιαίτερα επιμένω στους δήμους που φρόντισαν για την ταξινόμηση των αρχείων τους είναι για να τονίσω ότι και άλλοι δήμοι θα μπορούσαν να ενισχύσουν τέτοιες προσπάθειες που σε τελευταία ανάλυση θα ωφελήσουν και τους ίδιους. Ένα με ιστορικά κριτήρια μηχανογραφημένο δημοτολόγιο δίνει την ευκαιρία στους δημότες ή άλλους να ανατρέξουν εύκολα στην ιστορία των οικογενειών τους –στην Ερμούπολη οι περισσότεροι επισκέπτες του Ιστορικού Αρχείου είναι πολίτες που έρχονται μόνον για το σκοπό αυτό. Αποδελτιωμένα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου με λέξεις κλειδιά σημαίνει δυνατότητα για κάθε δημοτικό άρχοντα να σχεδιάζει τις ενέργειές του, μικρές ή μεγάλες, με γνώση τού τί προηγήθηκε, δηλαδή με υπευθυνότητα. Και αυτό είναι ακόμη μια ένδειξη ότι η δουλειά των ιστορικών εκβάλλει στο παρόν και δένεται με τα προβλήματά του.
Κάθε βάση που παρουσιάζεται στο διαδίκτυο συνδέεται με ένα κείμενο που πληροφορεί για το περιεχόμενο της μηχανογραφημένης πηγής και δίνει, όταν είναι αναγκαίο, πληροφορίες για τον χρήστη, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται συντομογραφίες. Τα κείμενα υπογράφονται από τον εκάστοτε υπεύθυνο για τη συγκρότηση της κάθε βάσης. Σε μερικές περιπτώσεις, προστέθηκαν και μεγαλύτερα κείμενα, σε μορφή άρθρων, όπου επιχειρείται ιστορική ερμηνεία των στοιχείων που περιέχονται σε κάθε βάση. Κατά την αποδελτίωση των στοιχείων κάθε πηγής διατηρήθηκε η ορθογραφία και οι γλωσσικές ιδιομορφίες της εποχής, σιωπηρά διορθώθηκαν μόνο κάποια φανερά τυπογραφικά λάθη. Αποφεύχθηκε δηλαδή μια ισοπεδωτική και χωρίς ιστορικότητα ομοιομορφία.
Ανέφερα ήδη ότι το πρόγραμμα «Η πόλη στους νεότερους χρόνους» στηρίχθηκε πολύ στη συνεργασία με τα ΓΑΚ, Αρχεία Νομού Κυκλάδων. Χωρίς την ευαισθησία, φροντίδα και υπομονή της Αγγελικής Ψιλοπούλου, προϊσταμένης του αρχείου, και της αρχειονόμου Τάϊνας Χιέταλα, πολλές από τις εδώ παρουσιαζόμενες βάσεις δεν θα είχαν μηχανογραφηθεί. Στην Ερμούπολη, την τεχνική του υποστήριξη πρόσφερε γενναιόδωρα ο αείμνηστος Γιάννης Αλεξάνδρου, που τόσο πρόωρα έφυγε, και από την Αθήνα ο Φοίβος Βιλανάκης Οι διαδοχικοί συνεργάτες μου στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών Νίκος Αργυρόπουλος, Αργυρώ Βατσάκη, Σάββας Χαραλάμπους, Βασιλική Λαφιατόγλου, Μαριάννα Σφακιανάκη, Σπύρος Δημανόπουλος και Απόστολος Τόντι, φοιτητές και φοιτήτριες του μεταπτυχιακού προγράμματος «Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία», πρόσφεραν τεχνική υποστήριξη, μηχανογράφησαν δεδομένα και γενικά βοήθησαν την όλη προσπάθεια. Στην «Ψηφιακή Κρήτη» συμμετείχαν και οι Αντώνης Στρατάκης, Ρένια Γιορδαμπλή και Μαρία Μπατσιούλα, ενώ η Κατιλένα Σταθάκου κατέγραψε και επεξεργάστηκε ποικίλο αρχειακό υλικό. Πολύτιμη, τέλος, ήταν η συνεργασία με τους συναδέλφους Δημήτρη Δημητρόπουλο, Γιάννη Γιαννιτσιώτη, Μαρία Δαμηλάκου και Εύη Ολυμπίτου, που τόσο πρόωρα έφυγε από κοντά μας.
Κάποιες πηγές που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα προέκυψαν από την ταξινόμηση αρχείων διαφόρων δήμων στο πλαίσιο επιτόπιας άσκησης προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αρκετοί από τους φοιτητές τους Τμήματος χρησιμοποίησαν στα σεμινάριά τους τις εδώ παρουσιαζόμενες βάσεις. Τις ίδιες βάσεις, που αντίγραφά τους υπήρχαν στο Ιστορικό Αρχείο της Ερμούπολης, συμβουλεύτηκαν και πολλοί ερευνητές που έκαναν εκεί τις αναζητήσεις ή έρευνές τους. Με την εισαγωγή τώρα του υλικού στο διαδίκτυο ελπίζεται ότι ακόμη περισσότεροι θα ωφεληθούν από αυτές.
[1] Πολλά από όσα ακολουθούν έχουν αναπτυχθεί και παλαιότερα: Χρήστος Λούκος, «Το ερευνητικό πρόγραμμα ‘‘Η πόλη στους νεότερους χρόνους’’ του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών: Προτάσεις για μια συνολική μελέτη του αστικού φαινομένου», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών ‘‘Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος’’-Χανιά – Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας – Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο-Σχολή Αρχιτεκτόνων (εκδ.), Πρακτικά του συνεδρίου Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη: Πολεοδομικές πολιτικές και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, Αθήνα 2005, ανάτυπο, σ. 1-6.^
[2] Ιωάννης Τραυλός – Αγγελική Κόκκου, Ερμούπολη. Η δημιουργία μιας νέας πόλης στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1980· Ανδρέας Θ. Δρακάκης, Ιστορία του οικισμού της Ερμουπόλεως (Σύρας), τ. Α' (1821-1825), Αθήνα 1979, τ. Β' (1826-1827), Αθήνα 1983 [φωτομηχανική επανέκδοση: Σύρος 2000]· Χριστίνα Αγριαντώνη – Αγγελική Φενερλή, Ερμούπολη - Σύρος. Ιστορικό οδοιπορικό, Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης της Ερμούπολης - Εκδόσεις Ολκός, Ερμούπολη-Αθήνα 1999.^
[3] Έχουμε ήδη εξαιρετικά δείγματα της χρήσης αυτών των μαρτυριών. Βλ.ενδεικτικά: Α. Δρακάκης, Ιστορία του οικισμού της Ερμουπόλεως, ό.π., τ. Α΄, passim· Αγγελική Φενερλή, «Τεχνίτες και τεχνικές στη πρώιμη Ερμούπολη (1822-1850)», Μνήμων 27 (2005) 251-270· της ίδιας, «Νέα στοιχεία για την πρώτη εγκατάσταση των προσφύγων στην Ερμούπολη», Χριστίνα Αγριαντώνη – Δημήτρης Δημητρόπουλος (επιμ.), Σύρος και Ερμούπολη. Συμβολές στην ιστορία του νησιού, 19ος–20ός αι., ό.π., σ. 77-85.^